Ἰστριανά

Ἰστριανά
Ἰστριανός
Ister
neut nom/voc/acc pl
Ἰστριανά̱ , Ἰστριανός
Ister
fem nom/voc/acc dual
Ἰστριανά̱ , Ἰστριανός
Ister
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ιστριανός — Ἰστριανός και Ἰστριηνός, ή, όν θηλ. και Ἰστριανίς (Α) [Ίστρος] 1. αυτός που κατοικεί κοντά στον ποταμό Ίστρο, ο Σκυθικός 2. φρ. «Ἰστριανὰ πρόσωπα» προσωπεία κατάστικτα που μοιάζουν με τα πρόσωπα τών Σκυθών δούλων 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰστριανόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”